- ταινιοκτόνος
- -α, -ο, θηλ. και ταινιοκτόνος, Ν(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ταινιοκτόνα(φαρμ.) ανθελμινθικά φάρμακα ικανά να προκαλέσουν την αποβολή και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον θάνατο τών ταινιών που προσβάλλουν το πεπτικό σύστημα τού ανθρώπου και άλλων θηλαστικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. εντομο-κτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.